καμουχάς

καμουχάς
και καμπουχάς και καπχάς, ο και καμούχο, το (Μ καμουκάς και καμοχάς και καμπουχάς και χαμουχάς)
βαρύτιμο υφαντό ύφασμα από μετάξι, με πολύχρωμη διακόσμηση κλάδων και ανθέων
μσν.
επενδύτης και καμουχένιο ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemha].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμουχένιος — α, ο (Μ καμουχένιος και καμουχένος και καμουκένιος, α, ο) 1. κατασκευασμένος από καμουχά*. από βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καμουχένιο το βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα καμουχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς + κατάλ. ένιος, δηλωτική τής… …   Dictionary of Greek

  • καπχάς — και καμπουχάς και καμουχάς, ὁ είδος πολυτελούς υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καμουχάς] …   Dictionary of Greek

  • καμουκάς — καμουκάς, ὁ (Μ) βλ. καμουχάς …   Dictionary of Greek

  • καμουχοτζατουνένιος — καμουχοτζατουνένιος, α, ο(ν) (Μ) κατασκευασμένος από καμουχά και τζατουνί*, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς (ύφασμα από μετάξι) + τζατουν ένιος «μεταξωτός» (< τζατουνί[ν] «μετάξι»)] …   Dictionary of Greek

  • καμούχο — το βλ. καμουχάς …   Dictionary of Greek

  • καμπουχάς — ο (Μ καμπουχάς) βλ. καμουχάς …   Dictionary of Greek

  • κεμχάς — ο ο καμουχάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemha] …   Dictionary of Greek

  • camhă — cámhă s.f. (înv.) stofă de mătase. Trimis de blaurb, 25.03.2006. Sursa: DAR  cámhă, s.f. – Mătase cu desene mari în relief. – var. camohas, camocat. it. camocato, prin intermediul ngr. ϰαμοῦχας, tc. kamha, cf …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”