καμουχένιος — α, ο (Μ καμουχένιος και καμουχένος και καμουκένιος, α, ο) 1. κατασκευασμένος από καμουχά*. από βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καμουχένιο το βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα καμουχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς + κατάλ. ένιος, δηλωτική τής… … Dictionary of Greek
καπχάς — και καμπουχάς και καμουχάς, ὁ είδος πολυτελούς υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καμουχάς] … Dictionary of Greek
καμουκάς — καμουκάς, ὁ (Μ) βλ. καμουχάς … Dictionary of Greek
καμουχοτζατουνένιος — καμουχοτζατουνένιος, α, ο(ν) (Μ) κατασκευασμένος από καμουχά και τζατουνί*, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς (ύφασμα από μετάξι) + τζατουν ένιος «μεταξωτός» (< τζατουνί[ν] «μετάξι»)] … Dictionary of Greek
καμούχο — το βλ. καμουχάς … Dictionary of Greek
καμπουχάς — ο (Μ καμπουχάς) βλ. καμουχάς … Dictionary of Greek
κεμχάς — ο ο καμουχάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemha] … Dictionary of Greek
camhă — cámhă s.f. (înv.) stofă de mătase. Trimis de blaurb, 25.03.2006. Sursa: DAR cámhă, s.f. – Mătase cu desene mari în relief. – var. camohas, camocat. it. camocato, prin intermediul ngr. ϰαμοῦχας, tc. kamha, cf … Dicționar Român